Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2015

Καπνισμένο Τσουκάλι

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ - Καπνισμένο Τσουκάλι.
 
Στρατόπεδο Συγκέντρωσης Πολιτικών Κρατουμένων ΚΟΝΤΟΠΟΥΛΙ ΛΗΜΝΟΥ, 
Δεκέμβριος 1948 - Φεβρουάριος 1949
 
Μουσική:  Χρήστος Λεοντής.
Εκτέλεση: Νίκος Ξυλούρης,  Τάνια Τσανακλίδου,   Βασίλης Μπαρνής




ΗΤΑΝ μακρύς ο δρόμος ως εδώ. Πολύ μακρύς, αδελφέ μου.Οι χειροπέδες βάραιναν τα χέρια. Τα βράδια που ο μικρός γλόμπος κουνούσε το κεφάλι του λέγοντας «πέρασε η ώρα»εμείς διαβάζαμε την ιστορία του κόσμου σε μικρά ονόματα σε κάποιες χρονολογίες σκαλισμένες με το νύχι στους τοίχους των φυλακών σε κάτι παιδιάστικα σχέδια των μελλοθανάτων— μια καρδιά, ένα τόξο, ένα καράβι πού σκίζε σίγουρα το χρόνο,σε κάποιους στίχους που έμειναν στη μέση για να τους τελειώσουμε σε κάποιους στίχους που τελειώσαν για να μην τελειώσουμε.Είταν μακρύς ο δρόμος ως εδώ — δύσκολος δρόμος.Τώρα είναι δικός σου αυτός ο δρόμος. Τον κρατάς όπως κρατάς το χέρι του φίλου σου και μετράς το σφυγμότου7πάνου σε τούτο το σημάδι που άφησαν οι χειροπέδες.Κανονικός σφυγμός. Σίγουρο χέρι.Κανονικός σφυγμός. Σίγουρος δρόμος. ΔΙΠΛΑ σου αυτός ο ανάπηρος πριν κοιμηθεί βγάζει το πόδι του τ' αφήνει στη γωνιά ένα κούφιο ξύλινο πόδι πρέπει να το γεμίσεις όπως γεμίζεις τη γλάστρα με χώμα να φυτέψεις λουλούδια όπως γεμίζει το σκοτάδι με αστέρια όπως γεμίζει λίγο-λίγο η φτώχεια στοχασμό κι αγάπη.Τό 'χουμε απόφαση, μια μέρα όλοι οι άνθρωποι νάχουνε δυο πόδια ένα χαρούμενο γεφύρι από μάτια σε μάτια από καρδιά σε καρδιά. Γι' αυτό όπου καθίσεις ανάμεσα στα τσουβάλια του καταστρώματος φεύγοντας για την εξορία πίσω απ' τα σίδερα του τμήματος μεταγωγών κοντά στο θάνατο που δε λέει «αύριο»ανάμεσα σε χιλιάδες δεκανίκια από πικρά σακατεμένα χρόνια,εσύ λες «αύριο» και κάθεσαι ήσυχος και βέβαιος όπως κάθεται ένας δίκαιος άνθρωπος αντίκρυ στους ανθρώπους. 8/ΑΥΤΑ τα κόκκινα σημάδια στους τοίχους μπορεί νάναι κι από αίμα— όλο το κόκκινο στις μέρες μας είναι αίμα —μπορεί νάναι κι απ' το λιόγερμα που χτυπάει στον απέναντι τοίχο.Κάθε δείλι τα πράγματα κοκκινίζουν πριν σβήσουν κι ο θάνατος είναι πιο κοντά. Έξω απ' τα κάγκελα είναι οι φωνές των παιδιών και το σφύριγμα του τραίνου.Τότε τα κελιά γίνονται πιο στενά και πρέπει να σκεφτείς το φως σ' έναν κάμπο με στάχυα και το ψωμί στο τραπέζι των φτωχών και τις μητέρες να χαμογελάνε στα παράθυρα για να βρεις λίγο χώρο ν' απλώσεις τα πόδια σου.Κείνες τις ώρες σφίγγεις το χέρι του συντρόφου σου,γίνεται μια σιωπή γεμάτη δέντρα το τσιγάρο κομμένο στη μέση γυρίζει από στόμα σε στόμα όπως ένα φανάρι που ψάχνει το δάσος — βρίσκουμε τη φλέβα πού φτάνει στην καρδιά της άνοιξης. Χαμογελάμε. ΧΑΜΟΓΕΛΑΜΕ κατά μέσα. Αυτό το χαμόγελο το κρύβουμε τώρα.Παράνομο χαμόγελο ...........ΈΝΑ τσουκάλι λοιπόν. Τίποτ' άλλο.Πήλινο, μαυρισμένο τσουκάλι,βράζοντας, βράζοντας και τραγουδώντας,βράζοντας πάνω στου ήλιου τη φωτιά και τραγουδώντας.